- Ἄτην
- Ἄτηfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄτην — ἄ̱την , ἄτη bewilderment fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ATABULUS — ventus in Apulia praecipue spirans. Horat. l. 2. Sat. 5. v. 77. Incipit ex illo montes Appulia notos Ostentare mihi: quos torret Atabulus. Porphyrio sic dictum ait, quasi ἀπὸ τȏυ την` ἄτην βάλλειν, quod nocumentum, pestilentiamque inferat. Ventum … Hofmann J. Lexicon universale
CASTORIS — marinum animal, tam horrendi eiulatus, ut audientes enecet, uti refert Aelian. l. 9. c. 50. Hinc Oppianus Halieutic. l. 1. Καςτορίδες τ᾿ ὀλοαὶ δυςπ ενθέεες, αἰτ᾿ ἀλεγεινην` Ο῎ςπαν ἐπὶ κροκάλοισιν ἀπαίσιον ὠρύονται, Α᾿νδράσιν῾ ὃς δέ κε γῆρυν εν… … Hofmann J. Lexicon universale
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
επικρεμάννυμι — ἐπικρεμάννυμι και ἐπικρεμαννύω, παθ. ἐπικρέμαμαι (Α) 1. κρεμώ από ψηλά, από πάνω 2. μτφ. κρεμώ, σείω κάτι κακό πάνω από κάποιον, απειλώ («ἀλλ’ ὁ μὲν αὐτὸς ἔτεισε κακὸν χρέος οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
χωρίς — ΝΜΑ, και χῶρι και σε επιγρ. χωρί Α (ως καταχρ. πρόθεση) δίχως, άνευ (α. «χωρίς θέρμη θερμάθηκε», δημ. τραγούδι β. «χωρίς να θέλεις έξαφνα βαριά ν αναστενάζεις», Βαλαωρ. γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ … Dictionary of Greek